Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Από το Blogger.

Αρχειοθήκη

ΣΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014



Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων
Σύμφωνα με την προσωπική μου φιλοσοφία ζωής:
  • Η μάθηση ανήκει στη φύση του ανθρώπου
  • Η εξέλιξη και η αλλαγή είναι εσωτερική του ανάγκη
  • Η δημιουργική «αντίδραση» είναι σημαντική για την ατομική μάθηση και την εξέλιξη των οργανισμών
  • Οι άνθρωποι αφοσιώνονται σε ό,τι έχουν οι ίδιοι δημιουργήσει.
Κατά την πεποίθησή μου, με αυτή τη φιλοσοφική σκέψη ο κάθε εκπαιδευτικός γίνεται θεμελιωτής της έμπρακτης φιλοσοφίας της εκπαίδευσης. Μιας φιλοσοφίας που εξελίσσεται και αλλάζει, καθώς εξελίσσεται και αλλάζει ο άνθρωπος, ο κόσμος, η επιστήμη και η τεχνολογία.
Στο σημείο αυτό σκέφτομαι πως τα σχολεία πρέπει να μιλήσουν για τον εαυτό τους, να εξομολογηθούν την ιστορία τους. Και ποιος μπορεί να την ιστορήσει καλύτερα από τα ίδια; Σήμερα που κρίνεται αναγκαία η διαφάνεια της δουλειάς στη σχολική μονάδα και η αναζήτηση της αποτελεσματικότητάς της, οι διάφορες λίστες των επιτυχιών στις εξετάσεις ή οι όποιες εκθέσεις εξωτερικών αξιολογητών μπορούν να διηγηθούν μόνο ένα μέρος της ιστορίας, και μερικές φορές μάλιστα με λάθος τρόπο. Διότι η «διήγηση» εξαρτάται κάθε φορά από τη διαφορετική οπτική γωνία που «βλέπει» κάποιος τη σχολική μονάδα.
Ο διευθυντής απευθυνόμενος στο σύλλογο διδασκόντων για θέματα που αποφασίζει το συγκεκριμένο όργανο και μεταβιβάζοντας αρμοδιότητες κατά σαφή τρόπο, αποκτά αμφίδρομη επικοινωνία με τους εκπαιδευτικούς, τους βοηθά να ξεπερνούν επαγγελματικά προβλήματα του χώρου εργασίας και κρατά την πόρτα της διεύθυνσης πάντα ανοικτή για το προσωπικό και τους μαθητές. Έτσι, η κουλτούρα του συγκεκριμένου σχολείου είναι συνυφασμένη με το πρόσωπο και τη στάση του διευθυντή, ο οποίος αντιμετωπίζει τα προβλήματα με ψυχραιμία και ορθολογικό τρόπο σκέψης, δίνοντας ιδιαίτερη προτεραιότητα στις ανθρώπινες και διαπροσωπικές σχέσεις. Όντας παρακινητικός, ευσυνείδητος, θέτει στόχους για το συγκεκριμένο σχολείο, ενεργεί κυρίως κατά την ουσία και όχι μόνο κατά το γράμμα του νόμου.
Θεωρώ επίσης βασική υποχρέωση του καλού διευθυντή να ενισχύει και να τονώνει, με όλες του τις δυνάμεις, το κλίμα προσπάθειας για επιτεύγματα στο σχολείο. Η τεκμηρίωση των επιτευγμάτων από άτομα και ομάδες, η σημασία που πρέπει να δίνεται σε διαφορετικά είδη επιτευγμάτων από διαφορετικές ομάδες, η ποιότητα της εργασίας των καθηγητών και των μαθητών, αξίζουν αφειδώλευτου δημοσίου και ιδιωτικού επαίνου από τη διεύθυνση του σχολείου. Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζονται και επιβραβεύονται τα επιτεύγματα του προσωπικού του σχολείου. (Αναφορές στο προσωπικό και στους μαθητές στον τοπικό τύπο, αξία που δίνεται στο προσωπικό για βραβεία και επαίνους που κατέκτησε, αναγνώριση της εργασίας των συναδέλφων. Επαγγελματική ικανοποίηση / αυτοεκτίμηση του προσωπικού, μελέτες περιπτώσεων καλής πρακτικής, κριτική ανάλυση περιστατικών).
Οι προκλήσεις του 21ου αιώνα απαιτούν ένα σχολείο ευέλικτο, ικανό να προσαρμόζεται ανταγωνιστικά στις αλλαγές και να αντιμετωπίζει δημιουργικά την καινούργια γνώση στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας. Ο ρόλος του διευθυντή στην επίτευξη των παραπάνω στόχων, καθίσταται πλέον σημαντικός. Η ανάπτυξη της δημιουργικότητας, η ανάληψη πρωτοβουλιών από μέρους των δασκάλων, η συνεχής βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού, η ικανοποίηση των αναγκών του ατόμου, η πλήρης και αποτελεσματική συμμετοχή όλων στην επίτευξη ενός αποδοτικού και ανταγωνιστικού σχολείου, συνθέτουν τις μελλοντικές απαιτήσεις από τη θέση του διευθυντή.
Ο διευθυντής του σχολείου έχει τη συνολική ευθύνη της ομαλής και αποδοτικής λειτουργίας του. Ο συντονισμός και ο έλεγχος του εκπαιδευτικού προσωπικού αποτελούν στρατηγικής σημασίας λειτουργίες για την επίτευξη των σκοπών του σχολείου. Στις συνθήκες αβεβαιότητας και των συνεχών αλλαγών που βιώνουν οι εκπαιδευτικοί οργανισμοί, ο ρόλος του διευθυντή είναι καθοριστικός τόσο για την επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων του σχολείου, όσο και για τη διοικητική λειτουργία του.
Σύμφωνα με τον Walker (1987) ο διευθυντής του σύγχρονου σχολείου καλείται να ανακαλύψει τον κοινό τόπο του οράματος και των στόχων του σχολείου με τους συντελεστές επίτευξής τους (δασκάλους, μαθητές, γονείς). Η ανακάλυψη του κοινού τόπου αναφέρεται ως ακρογωνιαίος λίθος. Η επίτευξη των παραπάνω στόχων δεν είναι εφικτή, εάν ο διευθυντής είναι προσκολλημένος στις παρωχημένες τεχνικές και δεν διαθέτει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ηγέτη.
Τα χαρακτηριστικά του διευθυντή-ηγέτη.
Σύμφωνα με την έρευνα του Morgan (1996), ο διευθυντής-ηγέτης είναι απαραίτητο να διαθέτει τέτοιες ειδικευμένες γνώσεις και ικανότητες ώστε να:
1. Βοηθά τους ανθρώπους σε καθημερινή βάση, χωρίς να επιβλέπει τη δουλειά τους.
2. Λειτουργεί ως ένα πηγαίο άτομο και όχι ως ελεγκτής, καλλιεργώντας τέτοιες σχέσεις ώστε το προσωπικό να απευθύνεται σ’ αυτόν, όταν απαιτείται.
3. Δημιουργεί το όραμα του σχολείου.
4. Δημιουργεί συνθήκες που επιτρέπουν την επίτευξη των στόχων.
5. Εξασκεί επιτυχώς τις «ικανότητες επιρροής», όπως επίλυση διαφορών και διαπραγματεύσεις.
6. Αναπτύσσει «ομάδες εργασίας», όπως και κάθε συμμετοχική και συναδελφική δραστηριότητα.
7. Αναπτύσσει κάθε είδους συνεργασίες.
8. Αντιμετωπίζει άμεσα τις καταστάσεις αβεβαιότητας και πολλαπλών επιλογών.
9. Παραμένει «ανοικτός και ευέλικτος», ενώ ενεργεί αποφασιστικά, όταν απαιτείται.
10. Παρακινεί, εμψυχώνει, ενεργοποιεί τους συνεργάτες και αποφεύγει να τους αδρανοποιεί.
11. Κάνει προσωπικές επαφές και συνδέει στενά τους συνεργάτες του.
12. Διαδίδει τους στόχους και τις αξίες του οργανισμού.
13. Ηγείται και συμμετέχει με το παράδειγμά του, διαμορφώνει τις κατευθύνσεις, ενώ παραμένει ανοικτός στις απόψεις των άλλων.
Η έννοια του υπηρέτη-ηγέτη δίνει έμφαση στο γεγονός ότι ο ηγέτης δεν είναι δυνατόν να πετύχει τους στόχους του οργανισμού μόνος του. Υπάρχει η ανάγκη οι άνθρωποι που εργάζονται υπό την καθοδήγησή του, να είναι αποδοτικοί και να κάνουν το καλύτερο δυνατό. Η στάση του υπηρέτη-ηγέτη προσδιορίζεται από την επιθυμία να επικοινωνεί τακτικά με τους συνεργάτες, να τους ενθαρρύνει, να δείχνει κατανόηση και να τους βοηθά να κερδίζουν.
Ο υπηρέτης-ηγέτης κινείται ανάμεσα στους συνεργάτες του έτσι ώστε αυτοί να κάνουν τη δουλειά τους με τον πλέον υπεύθυνο τρόπο. Αφού έχει θέσει τους στόχους, δεν διστάζει να «σηκώσει τα μανίκια» και να εργαστεί μαζί τους μ’ έναν τρόπο που τους βοηθά να αναπτύξουν τις ικανότητές τους και να τις χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά, ακόμα και όταν ο ίδιος δεν είναι παρών. Είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι η λειτουργία του υπηρέτη-ηγέτη αρχίζει από το σημείο που το όραμα και οι στόχοι έχουν γίνει ξεκάθαροι.
Ο διευθυντής-ηγέτης είναι ο τύπος του ηγέτη, ο οποίος δίνει ζωή στις καθημερινές επαναλαμβανόμενες λειτουργίες του σχολείου και επιτυγχάνει οι συνήθεις άνθρωποι να κάνουν εξαιρετικά πράγματα.
Εξετάζοντας, τη  συνολική  διαδικασία  του  σχεδίου  εργασίας  ως  προς  τη  μάθηση, πρέπει  να  απαντήσουμε  σε  δυο  θεμελιακά  ερωτήματα  σχετικά  με  αυτή: πώς  και  τι  μαθαίνουν  τα  μέλη  των  ομάδων  κατά  τη  διάρκεια  των  σχεδίων  εργασίας. Δηλαδή, με  διαφορετική  φρασεολογία, ποια  τα  χαρακτηριστικά  της  μαθησιακής  διαδικασίας και απόκτησης της  γνώσης  στην  πορεία  ενός  project; Τα  σχέδια  εργασίας  οδηγούν  σε  μια  ριζικά  διαφορετική  αντίληψη  γι’ αυτά  τα  ζητήματα. Η  μάθηση  εντάσσεται  στη  συλλογική, πρακτική  δραστηριότητα  των  μαθητών/τριών, ώστε  να  μαθαίνουν  θέματα, τα  οποία  ανακύπτουν  στην  πορεία  της  δράσης  τους, απορρέουν  από  την  κατανόηση  των  συνεπειών  της, από  τις  ανάγκες  συνέχισής  της  η  ξεκινούν  από  αυτή  και  επεκτείνονται  σε  άλλα, σχετικά  ή  και  διαφορετικά  από  αυτή  ζητήματα.
Η  αντίληψη  αυτή  συμπυκνώνεται  στη  φράση «learning  by  doing» («μαθαίνουμε  δρώντας»)  και  παραπέμπει  στο  φιλόσοφο  και  παιδαγωγό  John  Dewey, ο  οποίος  τόνισε  την  πρωταρχική  σημασία  της  πράξης  στη  συνολική  ανθρώπινη  δραστηριότητα  και  του  αντίστοιχου  βιώματος  στη  μάθηση. Έτσι, δεν  φτάνει  το  να  «κλειστούν»  οι  μαθητές/τριες  και  οι  εκπαιδευτικοί  «στους  τέσσερις  τοίχους»  του  σχολείου  και  να  επεξεργαστούν  το  περιεχόμενο  των  μαθημάτων  τους  θεωρητικά, με  τα  σχολικά  βιβλία, τον  πίνακα, ακόμη  και  το  εργαστήριο  της  φυσικής  και  τον  ηλεκτρονικό  υπολογιστή. Όπως  έχουμε  τονίσει, απαιτείται  το  «άνοιγμα»  του  σχολείου  «στη  ζωή»  με  την  έννοια  της  ενεργού  συμμετοχής  εκπαιδευτικών  και  μαθητών  στην  πράξη, όχι  μόνο  μέσα  από  τις  ασκήσεις  κι  εφαρμογές  των  σχολικών  βιβλίων, αλλά, κυρίως, με  την  ανάληψη  πρωτοβουλιών  για  συγκεκριμένες  παρεμβάσεις  των  μαθητών/τριών  στη  φύση  και  την  κοινωνία, στο  βαθμό, φυσικά, των  δυνατοτήτων  τους.
Για όλους αυτούς τους λόγους η  συμμετοχή  των  παιδιών  σε περιβαλλοντικές, πολιτιστικές  ή  και  σε  φιλο-πολιτιστικές  δραστηριότητες  και  η  δημιουργία  ομάδων  εργασίας αποτελούν  τη  βάση  για  να αποκτήσουν ανθρωπιστικές ευαισθησίες, να γνωρίσουν  τον  περίγυρό  τους, το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, τα μνημεία ενός τόπου αλλά  και  για  να  βιώσουν  δραστηριότητες  οι  οποίες  μπορούν  να  τα  ευαισθητοποιήσουν  απέναντι  σε  ζητήματα πολιτισμού, ιστορίας, αρχαιολογίας, ζητήματα περιβαλλοντικά, οικολογικά, κοινωνικά. Τα  παιδιά  συλλέγοντας  το  κατάλληλο  υλικό  αποκτούν  γνώσεις  και  ενημερώνονται, αξιολογούν  τα  ευρήματά τους  και  κουβεντιάζοντας  τόσο  μεταξύ  τους  όσο  και  με  τους  γονείς  τους  μπορούν  να  αποφασίσουν  ή  και  να  υιοθετήσουν  προτάσεις-μέτρα  και  δράσεις  για  ένα  καλύτερο ανθρωπογενές περιβάλλον και για την αποτελεσματικότερη διατήρηση και προστασία μνημείων και αρχαιοτήτων.  Αυτή  η  αλληλουχία  διαδικασιών  -μαθαίνω, νοιάζομαι, συμμετέχω  και  δραστηριοποιούμαι-  είναι  πολυσύνθετη, με  εμπόδια  και  συχνές  απογοητεύσεις.  Αν  κατορθώσουμε  να  δημιουργήσουμε  στα  παιδιά και στους διδάσκοντες-δασκάλους και καθηγητές τους το  όραμα, τότε  υπάρχουν  πολλές  πιθανότητες  να  τα  δούμε  ενεργούς  αυριανούς  πολίτες.  
Για  τους  παραπάνω  λόγους  δημιουργούμε  και  συμμετέχουμε  σε  ένα  πολυποίκιλο  πλαίσιο  ουσιαστικών  δραστηριοτήτων  που  δεν  περιορίζονται  μέσα  σε  ένα  σχολικό  έτος, αλλά  έχουν  συνέχεια  και  συνέπεια  σε  βάθος  χρόνου.  Με τα καινοτόμα  προγράμματα σχολικών πολιτιστικών δραστηριοτήτων  προωθούνται, μέσα από εκπαιδευτικές συναντήσεις,  η αλληλογνωριμία, η  ανταλλαγή ιδεών και απόψεων, η επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη  της σχολικής  εκπαιδευτικής  κοινότητας. Εξάλλου, με  τις  διαδραστικές  δημιουργικές  δραστηριότητες, αλλά  και  με  τη  συνεχή  προσπάθεια: Ζωντανεύουμε  τη  γνώση  κάθε  στιγμή. Βιώνουμε  τον  πολιτισμό  καθημερινά. Είμαστε  κοντά  στην  κοινωνία  συνεργαζόμενοι  και  συμμετέχοντες  στα  κοινά.
Τέλος, αυτό  που  οφείλουμε  να  τονίσουμε  είναι  ότι  οι  εκπαιδευτικοί  και  οι  εμψυχωτές  μπορούν  να  συντάξουν-δημιουργήσουν  τα  δικά  τους  φύλλα  εργασίας, ανάλογα  με  το  μαθησιακό  επίπεδο  των  παιδιών, τις  γνώσεις  που  έχουν  αποκτήσει  για  το  αντικείμενο  ή  τα  σχετικά  πολιτιστικά  ζητήματα, για  τις  ιδιαιτερότητες  και  τα  χαρακτηριστικά  κάθε  περιοχής  που  έχουν  την  ανάγκη  φροντίδας  και  διατήρησης.  Θα  ήταν  ιδιαίτερα  εποικοδομητικό  αν  εκπαιδευτικοί  και  μαθητές  προτείνουν  και  δικά  τους  φύλλα  εργασίας  ή  και  άλλες  δραστηριότητες  τα  οποία  θα  μπορούσαν  να  ευαισθητοποιήσουν  ακόμη  περισσότερο  τα  παιδιά  και  τις  τοπικές  κοινωνίες  για  την  προστασία, τη  διατήρηση  και  την  ανάδειξη  του  τοπικού και ευρύτερα του  πολιτιστικού μας πλούτου, φυσικού και πνευματικού.
Η  ανάπτυξη  των  ανθρώπινων  κοινωνιών,  που  βασίστηκε  στο  ιδεολόγημα  ότι  ο  άνθρωπος  με  μέσο  την  τεχνολογία  θα  μπορούσε  να  καθυποτάξει  τη  φύση  και  να  απελευθερωθεί  από  τα  δεσμά  του  φυσικού  περιβάλλοντος, οδήγησε  σ’ αυτό  που  σήμερα  ονομάζουμε  οικολογική  κρίση  και  την  αναγνωρίζουμε  ταυτόχρονα  ως  περιβαλλοντική  αλλά  και  κοινωνική. Μια   διαπίστωση  που  τα  τελευταία  χρόνια  αποδεικνύεται  όλο  και  περισσότερο  αληθινή.
 Kατά  την  υλοποίηση  Προγραμμάτων  Περιβαλλοντικής  Εκπαίδευσης,  αποδεκτή  είναι  η  ενασχόληση  με  τα  περιβαλλοντικά  ζητήματα  σε  μια  πορεία  από  την  τοπική, στην  εθνική  και  στην  πλανητική  τους  διάσταση, ένας  σχεδιασμός  που  συμβάλλει  συνήθως  στην  επιτυχία  τους. Είναι  λοιπόν  το  τοπικό  περιβάλλον, φυσικό  και  δομημένο  και  η  μορφή  και  η  ιστορία  της  τοπικής  κοινωνίας,  τα  προσιτά  εκείνα  «αντικείμενα  μελέτης»  και  η  πηγή  βιωμάτων  που  δημιουργεί  την  πρόκληση  και  λειτουργεί  σαν  αφόρμηση  για  προβληματισμό  σε  περιβαλλοντικά  θέματα  σφαιρικότερης  διάστασης. Άλλωστε,  στα  Προγράμματα  Π.Ε.  η  τοπική  κοινωνία  αξιοποιείται  συχνά  ως  πηγή  άντλησης  σχετικών  δεδομένων.
Η  περιβαλλοντική εκπαίδευση ενθαρρύνει την κριτική σκέψη για την αντιμετώπιση της πολυπλοκότητας των προβλημάτων και ενισχύει τις δεξιότητες για την επίλυσή τους. Έχει σαν κύριο στόχο τη συμμετοχή του πολίτη στο σχεδιασμό και στη λήψη των αποφάσεων αλλά και  στην αποδοχή των συνεπειών από αυτές. Μέσα  από τη βιωματική προσέγγιση των τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών και προβλημάτων  καλλιεργείται η παρατηρητικότητα  και ενισχύεται το ξεμπλοκάρισμα  της  φαντασίας, προωθείται   η  αλληλεγγύη και η ανεκτικότητα , η ομαδικότητα και η υπευθυνότητα.
Σύμφωνα  με  αποτελέσματα  έρευνας  την  οποία  ανέθεσε  σε  ομάδα  ερευνητών το  Ινστιτούτο  ARIES (Australian  Research  Institute  in  Education  for  Sustainability), τα  χαρακτηριστικά  του  «αειφόρου  σχολείου»  πρέπει  να  είναι : (Henderson  and  Tilbury, 2004).
·         Συμμετοχικές  διαδικασίες  μάθησης  που  καλλιεργούν  δεξιότητες  των  μαθητών  και  ικανότητες  ώστε  να  γίνουν  αποτελεσματικοί  πολίτες
·         Ενσωμάτωση  της  εκπαίδευσης  για  αειφορία  σε  όλα  τα  επίπεδα  των  προγραμμάτων 
·         Το  «κρυφό   πρόγραμμα»  (hidden  curriculum) να  αντανακλά  μηνύματα  κλειδιά  και  ιδέες  που  υποστηρίζονται  από  το  διδασκόμενο  πρόγραμμα
·         Η  συνεχής  επαγγελματική  ανάπτυξη  των  εκπαιδευτικών, των  διευθυντών  και  γενικά  των  συμμετεχόντων  στο  πρόγραμμα
·         «Πρασίνισμα»  του  σχολείου  και  του  περιβάλλοντός  του
·         Τάξεις  μέσα  και  έξω  από  τα  σύνορα  του  σχολείου
·         Μείωση  των  οικολογικών  ιχνών  του  σχολείου  (μέσα  από  την  κατανάλωση  φυσικών  πόρων  και  βελτιώσεων  του  περιβάλλοντος)
·         Συνεχής  έλεγχος, ανάδραση  και  αξιολόγηση  των  πορειών  που  δίνουν  πληροφορίες  για  μελλοντικές  δράσεις. Το  σχολείο  δεν  είναι  μόνο  ένα  κέντρο  μάθησης  αλλά  επίσης  και  ένας  «μαθαίνων  οργανισμός»  από  μόνο  του.
·         Έρευνα  από  τους  εκπαιδευτικούς  που  ενθαρρύνει  την αναστοχαστική  πρακτική  που  προωθεί  τη  βελτίωση.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά συμβάλλουν  στην  αλλαγή  της  κουλτούρας  του  σχολείου. Η  παραδοσιακή  δομή  και  κουλτούρα  του  σχολείου  χαρακτηρίζεται  από  ένα  πλαίσιο, με  χαρακτηριστικό  την  απομόνωση, όσον  αφορά  στις  διαδικασίες  διδασκαλίας  και  μάθησης, αλλά  και  των  ίδιων  των  εκπαιδευτικών,  σε  επαγγελματικό  επίπεδο.  Συνήθως  υπάρχει  πολύ  μικρή  επικοινωνία  μεταξύ  των  εκπαιδευτικών, σχετικά  με  το  τι  κάνει  ο  καθένας  στην  τάξη  του.  Το  μοντέλο  της  συνεργασίας  μεταξύ  όλων  των  φορέων  του  σχολείου  που  εισάγει  το  αειφόρο  σχολείο,  συνεπάγεται  και  αλλαγές  σε  αυτή  την  κουλτούρα. Υπό  αυτή  την  έννοια, εισάγει  στο  σχολείο  την  λειτουργία  των   λεγόμενων  «κοινοτήτων  μάθησης»  “Learning  Communities”  σε  όλα  τα  επίπεδα, μεταξύ  εκπαιδευτικών, μεταξύ  εκπαιδευτικών  και  μαθητών, καθώς  και  με  την  ευρύτερη  κοινότητα, πρακτική  η  οποία  σήμερα  θεωρείται  ότι  μπορεί  να  συμβάλλει  στην  ουσιαστική  αναβάθμιση  του  σχολείου (  Eaker  et  al. 2002).
Εισάγει  δηλαδή  ένα  διαφορετικό  κλίμα  στο  σχολείο  και  μια  άλλη  κουλτούρα, η  οποία  έχει  τη  δυναμική  να  συμβάλλει  στη  διαμόρφωση  του  λεγόμενου  «έξυπνου  σχολείου (intelligent  school)»  χαρακτηριστικό  του  οποίου  είναι  η  αυτοοργάνωση  και  αυτοανάπτυξη  και  μπορεί  να  συμβεί  μέσα  σε  ένα  κλίμα  συνεργασίας  όλων  των  παραγόντων  του  σχολείου (MacGilchrist  et. al, 2004).
Αυτό το καινούριο μοντέλο σχολείου επίσης Εισάγει  ένα  διαφορετικό  δρόμο  για  την  επαγγελματική  ανάπτυξη  εκπαιδευτικών. Η  συμβολή  του  αειφόρου  σχολείου  στην  επαγγελματική  ανάπτυξη  των  εκπαιδευτικών  είναι  στενά  συνυφασμένη  με  την  αλλαγή  της  κουλτούρας  του  σχολείου,  που  προαναφέρθηκε.  Είναι  γνωστό, ότι  στη  χώρα  μας  κι  όχι  μόνο, η  επαγγελματική  ανάπτυξη  των  εκπαιδευτικών  και  η  προώθηση  καινοτομιών  βασίζεται  στην  οργάνωση  σεμιναρίων,  που  κατά  κανόνα  απευθύνονται  σε  μεγάλο  αριθμό  ατόμων,  που  στοχεύουν  στην  ενημέρωσή  τους  για  τα  καινούργια  βιβλία  ή  για  διάφορες  καινοτόμους  δράσεις, ή  για  καινούργιες  απόψεις  για  τη  διδασκαλία  και  μάθηση, και  άλλα. Όμως,  είναι  γνωστό  ότι  οι  εκπαιδευτικοί  επιστρέφουν  στο  σχολείο  τους  και  συνεχίζουν  αυτά  που  έκαναν  και  πριν  το  σεμινάριο, καθώς  η  επιμόρφωσή  τους  δεν  συνδέεται  με  την  αναγκαία  υποστήριξη  και  τις  αναγκαίες  αλλαγές  στο  σχολικό  κλίμα.  Το  αειφόρο  σχολείο  προτείνει  έναν  διαφορετικό  τρόπο  για  την  επαγγελματική  ανάπτυξη  των  εκπαιδευτικών  και  την  ανάπτυξη  του  σχολείου  γενικότερα.  Ένα  μοντέλο,  που  βασίζεται  στην  υποστήριξη  των  εκπαιδευτικών  μέσα  από  τη  συνεργασία  με  άλλους  συναδέλφους , μέσω  της  οποίας  μοιράζονται  επαγγελματικές  εμπειρίες  και  ιδέες,  μάθηση  του  ενός  από  τον  άλλο  και  συνεργασία  για  την  επίλυση  προβλημάτων   και  θεμάτων  κοινού  ενδιαφέροντος.  Προτείνει  δηλαδή  την  επαγγελματική  εκπαίδευση  των  εκπαιδευτικών  μέσα  σε  ένα  πλαίσιο  έρευνας  δράσης. 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
http://www.pi-schools.gr/download/publications/epitheorisi/teyxos10/121-129.pdf Βαρβάρα Γεωργιάδου, Σχολική Σύμβουλος, Γεώργιος Καμπουρίδης Α.Τ.Ε.Ι Πατρών, Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων σελ.121-129
UNESCO  (1978). Intergavenmental  Conference  on  Environmental  Education: TBILISI 14-26  Oktober  1977.  Final  Report. Paris : UNESCO.
Παπαδημητρίου  Β. (1998). Περιβαλλοντική  Εκπαίδευση  και  Σχολείο: Μια  διαχρονική  θεώρηση. Εκδ. Τυπωθήτω, Δαρδανός.
Φλογαίτη  Ε. & Δασκαλιά  Μ. (2004). Περιβαλλοντική  Εκπαίδευση : Σχεδιάζοντας  ένα  αειφόρο  μέλλον».
Στο : Π. Αγγελίδης & Γ. Μαυροειδής (επιμ.), Εκπαιδευτικές  Καινοτομίες  για  το  Σχολείο  του  Μέλλοντος  (σ. 281-302). Αθήνα :  Τυπωθήτω – Γιώργος  Δαρδανός.






___________________________________________________

Ο ΔΙΚΤΥΟΥΡΓΟΣ γάταρος δέν ἀνήκει σε ἐπαγγελματία δημοσιογράφο καί στηρίζεται στήν ἠθική ἱκανοποίηση της σταθερότητας των ἐπισκεπτῶν, χωρίς νά χρησιμοποιεῖ τεχνικές καί κόλπα γιά νά κερδίσει ἐπισκεψιμότητα, ἐπίσης δέν μ΄ ἀφήνει ἀδιάφορο ἡ ἄνοδος του.

Η ὑποστήριξή σας μπορεῖ, ὅπως βλέπετε, νά ἐκδηλωθεῖ καί με ἄλλον τρόπο κάθε φορά ποῦ θά ἔχετε τον ἐλάχιστο χρόνο.

Εὐχαριστῶ καί συνεχίζω με το ἴδιο ἀδέσμευτο καί ἀνεξάρτητο πνεῦμα...

0 Σχόλια:

back to top